DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kaarevuus form.
industr., construct. λόξεμα; κύρτωση; στρέβλωση; παραμόρφωση υφάσματος από καμπύλωση νημάτων
industr., construct., mech.eng. ύψος τόξου
tech. εξοχή νομέα
transp. στρογγύλευμα υδροδυναμικής ακμής
transp., tech., law καμπυλότητα
kaarevuus
: 3 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Metallurgy2