DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kaapeli form.
gen. συρματόσχοινο της πτέρνας; συρματόσχοινο του τακουνιού
environ. καλώδιο
transp., nautic. λαντζάνα; λατζάνακοινώς; ρύμα; χοντρό πολυδικλωνιασμένο σχοινί
kaapeli
: 9 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Communications4
Mechanic engineering3
Microsoft1