DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
käyttöoikeus n
gen. δικαίωμα πρόσβασης
comp., MS Άδεια Χρήσης Τελικού Χρήστη
IT δικαίωμα προσπέλασης; περιορισμός προσπέλασης
law παραχώρηση
law, coal. δικαίωμα εξόρυξης
käyttöoikeus
: 5 phrases in 1 subject
Microsoft5