DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
käytävä form.
gen. αλουέςκν.
agric. στοά εντόμου
construct. στοά
environ. διάδρομος; άξονας; δίοδος; λωρίδα (κυκλοφορίας); διάδρομος/δίοδος/άξονας/λωρίδα κυκλοφορίας
lab.law., construct. πέρασμα
käytävä
: 4 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Environment3