DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
juuri n
agric. ζύμη m; καλλιέργεια ζύμης
environ. ρίζα; ρίζωμα f
industr., construct., met. "κρεμμύδι"; πόδι του μπόρ
met. ρίζα της συγκολλήσεως
juuri
: 6 phrases in 3 subjects
Mechanic engineering1
Natural sciences4
Statistics1