DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
johto form.
account. διεύθυνση
busin., labor.org. στέλεχος επιχείρησης; υπάλληλος διεύθυνσης
commun. γραμμή
el. γραμμή μεταφοράς; κορδόνι; γραμμή μετάδοσης
environ. καλώδιο; αγωγός; σωλήνωση; αγωγός/σωληνώσεις; σωληνώσεις
forestr. σύρμα
law, econ. διοίκηση
Johto form.
fin., empl. διοίκηση των επιχειρήσεων μάνατζμεντ
johto
: 6 phrases in 3 subjects
Earth sciences2
Economics1
Electronics3