DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
johde form.
astronaut., transp. Ευθυγραμμιστής συρματόσχοινου
construct. διαμήκης ράβδος κιγκλιδώματος
earth.sc. αγωγός; αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος
mech.eng. οδήγηση; οδηγός
met., mech.eng. κολώνες οδήγησης; κολώνες πρόσδεσης; κολώνες-οδηγοί
johde
: 3 phrases in 1 subject
Mechanic engineering3