DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
jäykiste form.
construct. σύνδεσμος ακαμψίας κορμού; ενίσχυση; ζεύξη; σύνδεσμος; ακαμψία
industr., construct., chem. μέσο κολλαρίσματος; σκληρυντικό μέσο
transp. δοκίδα
jäykiste
: 1 phrase in 1 subject
Transport1