DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
jänne form.
energ.ind. χορδή αεροτομής
industr., construct. νεύρο
scient. χορδή
scient., el. γραμμή χορδής
jänne- form.
med. τενοντώδης (tendineus); τενόντιος (tendineus)