DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
jäännös form.
environ. υπόλειμμα/κατάλοιπο/ίζημα
fin. εναπομένον ποσό
law απόκτηση δικαιώματος ιδιοκτησίας όταν λήξει άλλο περιορισμένης διάρκειας
math. κατάλοιπο
stat. λάθος ή σφάλμα; υπόλοιπo; κατάλοιπο
stat., scient. σφάλμα
jäännös
: 3 phrases in 3 subjects
Life sciences1
Mathematics1
Statistics1