DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
irrotus form.
industr., construct., met. απόσπαση γυάλινου αντικειμένου από τον υαλουργικό αυλό
med. εξαίρεση μέλους (ablatio); αφαίρεση (ablatio)
transp. αποχωρισμός σταδίων πυραύλου
irrotus
: 4 phrases in 3 subjects
Chemistry2
Medical1
Transport1