DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
inhibitio form.
med., health., anim.husb. αναστολή
met. τα χλωριόντα παρεμποδίζουν την αναστολή εξ αιτίας των διεισδυτικών τους ικανοτήτων
stat., chem. παρεμπόδιση
inhibitio
: 3 phrases in 1 subject
Medical3