DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
impulssi form.
earth.sc. διέγερση
earth.sc., transp. ώθηση δύναμης
el. παλμός; παλμώθηση
mater.sc. ώθηση
med. ορμέμφυτο; παρόρμηση; ώση
phys.sc., chem. ορμή
phys.sc., mech.eng. ώθησης