DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
ikä n
environ. ηλικία f; εποχή (αρχαιολογική); περίοδος m (γεωλογική); ηλικία/περίοδος γεωλογική/εποχή αρχαιολογική
ikä
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Energy industry2