DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
hylsy form.
el. χιτώνιο
forestr. καστάνια; αναστολέας; επίσχετρο
industr., construct. κύλινδρος; μασούρι κυλινδρικό; τυλιχτικό λαναριού
industr., construct., chem. Σωλήν σχηματοδοτήσεως
mater.sc. πυρήνας