DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
hiushalkeama form.
industr., construct. κλειστή σχισμή
mater.sc., chem. ράγισμα; τρίχιασμα
met. τριχοειδής ρωγμή
transp. ρηγμάτωση; τριχοειδείς ρωγμές