DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
hienosäätö form.
gen. λεπτομερής ρύθμιση αντιδραστικότητας
el. λεπτή ρύθμιση συντονισμού; λεπτός συντονισμός; συντονισμός ακριβείας
IT, el. μικρορύθμιση πεδίου
mech.eng. ρύθμιση ακριβείας
met. εξάρτημα; εφαρμογή; προσάρτημα