DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
häirintä form.
gen. παρεμβολή παρασίτων; συγκάλυψη
h.rghts.act. κακοποίηση
h.rghts.act., empl. παρενόχληση
stat., commun., scient. ηθελημένη παρεμβολή
häirintä
: 4 phrases in 2 subjects
Health care1
Human rights activism3