DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
häiriö form.
commun., IT ανεπιθύμητη επίδραση
environ. παρενόχληση; Διατάραξη
forestr. ενόχληση
IT θόρυβος; Ολική βλάβη συστήματος
life.sc. στρόβιλος τυρβώδους ροής
med. διαταραχή
tech., law, el. σφάλμα
transp. αποδιοργάνωση; απώλεια ελέγχου; βλάβη; διακοπή
häiriö
: 8 phrases in 6 subjects
Communications1
Earth sciences2
Life sciences1
Medical2
Statistics1
Transport1