DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
fasetti form.
industr., construct., met. επεξεργασία άκρων; μπιζουτάρισμα; επίπεδη όψη
med. γλήνη οστού (facies); γωνία (facies); επίπεδη επιφάνεια (facies)
work.fl. όψη
fasetti
: 1 phrase in 1 subject
Industry1