DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
erottaminen form.
gen. απαλλαγή καθηκόντων
agric. διαχωρισμός
el. αποσύζευξη; απόζευξη; θέση εκτός τάσεως
fin., insur., econ. περίφραξη; οριοθέτηση
IT, el. αποσύνδεση
law απόλυση
pharma., chem. διάκριση
erottaminen
: 7 phrases in 4 subjects
Electronics1
Energy industry4
Materials science1
Medical1