DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
erotin n
agric. διαχωρισμός m
comp., MS διαχωριστικό m; οριοθέτης m
earth.sc., mech.eng. αποχωριστής m
el. διαχωριστική μεμβράνη; αποζεύκτης; διακόπτης αποζεύξεως; διακόπτης απομόνωσης; μαχαιρωτός διακόπτης
environ. διαχωριστής m
IT Περιοριστής; φράγμα f; διαχωριστής μονάδων
IT, el. διαχωριστής δεδομένων
met. διαχωριστήρας f