DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
erityisloma abbr.
law, lab.law. άδεια χορηγούμενη εξαιρετικώς; βραχύχρονη άδεια; βραχύχρονη άδεια απουσίας; ειδική άδεια; ειδική άδεια απουσίας
unions. Ειδικές άδειες