DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
eriste form.
econ. μονωτικό
el. μονωτικό υλικό; μονωτής; διηλεκτρικό; μονωτήρας; καλύμματα
environ. ηχομονωτικό υλικό
stat., earth.sc. διηλεκτρικός
eriste
: 4 phrases in 3 subjects
Earth sciences1
Environment1
Mechanic engineering2