DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
eräkäsittely n
industr., construct. επεξεργασία κατά μερίδες
IT μαζική επεξεργασία στοιχείων' σύστημα μαζικής επεξεργασίας
IT, tech. επεξεργασία batch