DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
enimmäispääoma abbr.
econ., market. ιδιοκτησία; κεφάλαιο; περιουσία
fin., account. δυνητικό κεφάλαιο; εγκεκριμένο κεφάλαιο; εγκριθέν κεφάλαιο