DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
elementti form.
construct. κτιριακή μονάδα; προκατασκευασμένο δομικό στοιχείο
el. οδηγός
environ. στοιχείο (ενέργεια)
phys.sc., environ. δεξαμενή; κυψέλη; κύτταρο
work.fl., IT μονάδα βιβλιογραφικής παραπομπής; περιγραφική μονάδα
elementti
: 4 phrases in 2 subjects
Environment1
Microsoft3