DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
el! abbr.
gen. εστιακό βάθος; νοθευμένο τρόφιμο
earth.sc. αναπίπτον ηφαιστειακό νέφος
el. τριχοειδική διαρροή
industr., construct., chem. Aνεμιστήρας
IT super VGA; σούπερ VGA; υπερ VGA
el abbr.
industr., construct., chem. Γιατρειά; θεραπεία
el
: 1 phrase in 1 subject
Economics1