DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
dislokaatio form.
gen. αποχωρισμός,απομάκρυνση; εξάρθρημα,εξάρθρωση
mater.sc., met. οι διαταραχές μπορούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες μετατροπής μέσα σε ένα υλικό