DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
avaus form.
industr., construct. άνοιγμα; άνοιγμα του βαμβακιού από δέμα σε φλόκο-νιφάδες
med. χειρουργικός καθαρισμός; νεαροποίηση
avaus
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Mechanic engineering1