DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
avainlovi abbr.
met. εγκοπή σχήματος κλειδαρότρυπας με ακτίνα στον πυθμένα της εγκοπής 1μμ; εντομή σε U; εγκοπή σε U; εντομή μορφής U
tech., met. εγκοπή U