DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
avaaminen form.
commun., el. άνοιγμα; απόζευξη
comp., MS ξεκλείδωμα
el. χειρισμός ανοίγματος
med. διατομή (sectio); τομή (sectio); νεαροποίηση; χειρουργικός καθαρισμός; εντομή (incisio)
avaaminen
: 3 phrases in 3 subjects
Earth sciences1
Finances1
General1