DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
aukko form.
agric. Κενό ξέφωτο; διάκενον,ξέφωτο
construct. κοίλωμα; υποδοχή
el. Οπή; οπή; θετική οπή; τρήμα
forestr. ξέφωτο; διάκενο
industr., construct., chem. Διάτρηση
IT Άνοιγμα
life.sc. άνοιγμα; πέραμα; πόρος; κενό
med. άνοιγμα στομίου; σχισμή
transp., el. κενό κρυστάλλου
aukko
: 9 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Industry3
Metallurgy2
Transport2