DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
asutus form.
gen. οικισμός,εγκατάσταση
demogr. εγκατάσταση; οικισμός
environ. αποικισμός; οικισμός ανθρώπων
asutustaajama form.
environ. οικισμός ανθρώπων
asutus
: 1 phrase in 1 subject
Environment1