DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
aromi form.
environ. αρωματισμός; αρτύματα; αρωματική ουσία; καρύκευση
food.ind., chem. άρτυμα
life.sc. άρωμα; γευστικοοσφραντικό αίσθημα
aromiaine form.
environ. αρωματισμός/καρύκευση/αρτύματα/αρωματική ουσία