DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
ammatti form.
environ. Κατάληψη; εμπόριο (υπηρεσίες)
forestr. χώροι εργασίας ή επαγγέλματα
law, account., environ. διαμεσολαβητικό εμπόριο
law, lab.law. απασχόληση
ammatti- form.
med. επαγγελματικός
ammatti
: 12 phrases in 3 subjects
Communications2
Economics9
Health care1