DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
alusta form.
chem. σκαφοειδές χωνευτήρι; βάρκα; λέμβος; σκαφίδιο
construct. εφέδρανο; επιφάνεια εφαρμογής επενδύσεως; στήριγμα
earth.sc., el., construct. υλικó βάσης
el. πλάκα βάσης
environ. υλικό σωληνώσεων
forestr. σασί; πλαίσιο
industr., construct., chem. υλικό στήριξης
IT πόδια
mech.eng. έδρα τράπεζας
tech., industr., construct. σκελετός με επικάλυψη; υπόστρωμα
transp. θεμελίωση; γέφυρα
alusta
: 11 phrases in 7 subjects
Coal1
Construction1
Hobbies and pastimes1
Industry2
Labor law1
Mechanic engineering3
Transport2