DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
alus form.
chem. βάρκα; σκαφίδιο; σκαφοειδές χωνευτήρι
econ. πλοίο
environ. λέμβος
industr. δοχείο
transp., environ. σκάφος/λέμβος/ειδικευμένη εργασία
transp., nautic. καράβι
alus
: 32 phrases in 3 subjects
Earth sciences2
Fish farming pisciculture3
Transport27