DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
Putki n
commer. Σωληνάριο
putki n
gen. κάννη
comp., MS διοχέτευση
econ. σωλήνας
el. αυλάκι σε επιφανειακό στρώμα; αυλάκι μέσα στο στοιχείο
environ. αγωγός m; πίπα m; στήλη μεταλλεύματος; σωλήνωση
industr., construct., met. περιστρεφόμενος σωλήνας
mech.eng. άκαμπτη σωλήνα; μεταλλική σωλήνα
Putki
: 18 phrases in 8 subjects
Chemistry3
Earth sciences2
General1
Industry1
Mechanic engineering4
Metallurgy2
Microsoft1
Transport4