DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
Peili n
comp., MS Καθρέπτης m
peili n
comp., MS κατοπτρικός τόμος
industr., construct. αργυρότεφρο m; το οπίσθιο τμήμα της ράχης
leath. καθρέφτης m
life.sc., el. ανακλαστήρας f
nat.sc., industr., construct. χρυσαλίδωση
stat., commun., scient. ανακλόν κάτοπτρο; κάτοπτρο m
Peili
: 10 phrases in 4 subjects
Earth sciences1
Industry5
Life sciences2
Microsoft2