DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
Lisäys n
comp., MS Προσάρτηση m
lisäys n
gen. προσάρτημα f
comp., MS αύξηση
el. συσσώρευση; εμπλουτισμός m; πύκνωση
environ. χημική αντίδραση προσθήκης; προσθήκη/πρόσθετο/πρόσθεση
polit. προσθήκη' συμπλήρωμα (addendum)
Lisäys
: 11 phrases in 4 subjects
Agriculture3
Environment3
Health care3
Transport2