DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
Kapseli form.
gen. Καψάκιο
kapseli form.
gen. περίβλημα
agric., food.ind. καψύλλιο; μεταλλικό πώμα; κάψουλα; πώμα κράουν
el. ενθυλακωτικός
mater.sc., industr., construct. καψύλιο κλεισίματος; καψύλιο σφραγίσματος
transp., avia. θαλαμίσκος συμπιεζόμενος
Kapseli
: 1 phrase in 1 subject
Materials science1