DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective
zunehmen v
life.sc. δυναμώνω
zunehmen adj.
life.sc. φρεσκάρω
med. αυξάνω αύξησα; μεγαλώνω μεγάλωσα; αναπτύσσω ανέπτυξα
Zunehmen adj.
industr., construct. γέμισμα φαρδέματος