DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
zittern adj.
forestr. τρέμουλο
med. ριγώ ρίγησα; τρέμω έτρεμα; ανατριχιάζω ανατίχιασα
Zittern adj.
IT κραδασμός
med. τρόμος; δόνηση; ρίγος; τρεμούλα; τρεμούλιασμα; δονισμός; ταλάντευση
zittern
: 1 phrase in 1 subject
Health care1