DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
zetteln v
tech., industr., construct. στημονιάρω; διαστάρω
Zetteln v
industr., construct. διάσιμο
tech., industr., construct. διάσιμο κολλαρίσματος στημονιού; τμηματική διάστρα