DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | verb | to phrases
Zerfall m m -(e)s
construct. απεμπλοκή; αποσάθρωσις; αποσύνδεσις
zerfallen v
gen. διασπώμαι
Zerfall v
construct. θρυμματισμός
med. κατάπτωση; φθορά; αποσύνθεση; διάλυση; διάσπαση
zerfallen
: 14 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Construction3
Earth sciences3
General1
Industry1
Nuclear physics1
Physical sciences1
Transport3