DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Zentrieren n
met., mech.eng. διάτρηση κεντραρίσματος
zentrieren v
comp., MS κεντράρισμα
mech.eng. κεντράρω
Zentrierer v
mech.eng. βλήτρο διακρίβωσης κέντρωσης κατασκευαστικής συναρμολόγησης; πείρος ευθυγράμμισης στην κατασκευαστική κλίνη συναρμολόγησης; πείρος κέντρωσης; πόντα; πόντα αυτόματη; πόντα κοινή
zentriert v
IT, dat.proc. κεντραρισμένος; κεντρωμένος
Zentrieren v
met., mech.eng. κεντράρισμα
zentrieren
: 15 phrases in 8 subjects
Electronics1
Information technology7
Life sciences1
Materials science1
Mechanic engineering1
Statistics2
Technology1
Transport1