DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
weiterverarbeitetes Erzeugnis
fin., polit., food.ind. προπαρασκευασμένο προϊόν; μεταποιημένο προϊόν; παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων
weiterverarbeitete Erzeugnisse
chem. κάθετη δραστηριότητα