DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
vorzeitiges Altersruhegeld
sec.sys., unions. σύνταξη πρόωρης συνταξιοδότησης; πρόωρη σύνταξη; πρόωρη σύνταξη γήρατος; πρόωρη συνταξιοδότηση; προσυνταξιοδότηση