DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
vomieren v
med. εμώ έμεσα; εξεμώ εςέμεσα; ξερνώ ξέρασα; κάνω εμετό έκανα; καμωμένος
Vomiere v
med. προνεφρός; αρχινεφρός